Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βαριόμοιρος -η -ο
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
βαριόμοιρος, επίθ.· βαρόμοιρος· θηλ. βαριομοίρα.
  • Που έχει βαριά μοίρα, κακόμοιρος, δυστυχής:
    • (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [1276]
    • δυστυχέστατη … και βαριομοίρα (Λίμπον. 209).

[<επίθ. βαρύς + ουσ. μοίρα. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βαριόμοιρος -η -ο [varjómiros] Ε5 : (λογοτ., λαϊκότρ.) που έχει κακιά μοίρα, τύχη· άμοιρος, κακότυχος, κακόμοιρος.

[μσν. βαριόμοιρος < βαριο- + μοίρ(α) -ος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go