Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βαριακούω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βαριακούω [varjakúo] Ρ (βλ. ακούω) : δεν ακούω καλά, είμαι βαρήκοος.

[βαρι(ο)- + ακούω]

[Λεξικό Κριαρά]
βαριακούω· βαρακούω.
  • Δεν ακούω καλά:
    • κουφός είναι οπού παντελώς δεν ακούει, όχι εκείνος οπού βαρακούει (Νομοκριτ. 100 (έκδ. βαρε‑).)>

[<επίρρ. βαριά + ακούω. Τ. βαρυκούω στο Somav. (λ. βαρυκούγω). Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες