Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βαρηκοΐα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βαρηκοΐα η [varikoía] Ο25 : πάθηση που προκαλεί μικρού ή μεγάλου βαθμού ελάττωση της ακουστικής ικανότητας: Aκουστικά βαρηκοΐας.

[λόγ. < αρχ. βαρυηκοΐα, με απλοπ. των δύο όμ. φων. κατά το βαρήκοος]

[Λεξικό Κριαρά]
βαρηκοΐα η.
  • Το να μην ακούει κάπ. καλά:
    • (Ιατροσ. κώδ. φιη´).

[<αρχ. ουσ. βαρυηκοΐα. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες