Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βαρελότο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βαρελότο το [varelóto] Ο39 : μικρή ποσότητα εκρηκτικής ύλης που, κατάλληλα συσκευασμένη, εκρήγνυται με πρόσκρουση και που χρησιμοποιείται σε γιορτές και σε στιγμές χαράς, ενθουσιασμού· κροτίδα: Οι φίλαθλοι υποδέχτηκαν την ομάδα τους με ιαχές και με βαρελότα. H αστυνομία απαγόρευσε τα βαρελότα στην Aνάσταση για λόγους ασφαλείας.

[ίσως ιταλ. barilotto `μικρό και χοντρό βαρέλι΄ ( [i > e] ίσως εξαιτίας των υγρών [r, l] )]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες