Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βαρδιάνος ο [varδjános] Ο18 : (λαϊκότρ.) αυτός που φυλάει, που επιτηρεί κτ., ο σκοπός.
[βεν. *vardian -ος (πρβ. ιταλ. guardiano (ίδ. σημ.), βεν. vardia > βάρδια)]



