Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βαρδάρι
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βαρδάρι το [varδári] Ο44 : (λαϊκότρ.) εξάρτημα του μύλου που ρυθμίζει την πτώση του σιταριού στις μυλόπετρες.

[ηχομιμ., πρβ. και όν. περιοχής της Θεσσαλονίκης]

[Λεξικό Κριαρά]
Βαρδαριώτης ο· Βαρβαριώτης· Παρβαριώτης.
  • Τούρκος εγκατεστημένος κοντά στον ποταμό Βαρδάρη:
    • (Πουλολ. 261).

[<τοπων. Βαρδάρης + κατάλ. ιώτης. Η λ. το 10. αι. (LBG)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες