Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βαρβιτουρικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βαρβιτουρικός -ή -ό [varviturikós] Ε1 : Bαρβιτουρικό οξύ, οργανική χημική ένωση από την οποία παράγονται τα βαρβιτουρικά. Bαρβιτουρικά φάρμακα, τα υπνωτικά. || (ως ουσ.) τα βαρβιτουρικά, χημικές ουσίες με υπνωτικές και ναρκωτικές ιδιότητες: Nαρκομανής βρήκε το θάνατο από ισχυρή δόση βαρβιτουρικών.

[λόγ. < γαλλ. barbiturique (-ique = -ικός) (ορθογρ. δαν.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go