Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βαρήκοος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βαρήκοος -η -ο [varíkoos] Ε5 : που δεν ακούει καλά εξαιτίας πάθησης των αυτιών.

[λόγ. < μσν. βαρήκοος < ελνστ. βαρυήκοος, με απλοπ. των δύο όμ. φων., αρχ. σημ.: `που εμποδίζει την ακοή΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες