Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βαρήκοος -η -ο [varíkoos] Ε5 : που δεν ακούει καλά εξαιτίας πάθησης των αυτιών.
[λόγ. < μσν. βαρήκοος < ελνστ. βαρυήκοος, με απλοπ. των δύο όμ. φων., αρχ. σημ.: `που εμποδίζει την ακοή΄]



