Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- βαρέος, επίθ.
-
- 1) (Προκ. για ρούχο) βαρύς, χοντρός:
- μετά βαρέου καταράχου ενδεδυμένον (Σφρ., Χρον. 582).
- 2) (Μεταφ.) μεγάλος, δυσβάστακτος:
- βαρέοι (ενν. πόνοι) (Λίβ. Sc. 1039).
[<επίθ. βαρύς. Η λ. πιθ. το 13. αι. (LBG) και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ, λ. ‑ύς)]
- 1) (Προκ. για ρούχο) βαρύς, χοντρός:



