Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βαρέλα
3 items total [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
βαρέλα η.
  • Βαρέλι μεγάλου μεγέθους:
    • ανέβαζε κρασί με την βαρέλα (Ιστ. Βλαχ. 741).

[<ουσ. βαρέλι + κατάλ. α. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βαρελάδικο το [vareláδiko] Ο41 : (οικ.) βαρελοποιείο.

[βαρελ(άς) -άδικο]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βαρελάς ο [varelás] Ο1 : (οικ.) βαρελοποιός.

[βαρέλ(ι) -άς]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go