Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βαρά
10 items total [1 - 10]
[Λεξικό Κριαρά]
βαρά, επίρρ.,
βλ. βαρέα (I).
[Λεξικό Κριαρά]
βάραγγος ο.
  • Σκανδιναβός ή Αγγλοσάξονας στο βυζαντινό στρατό, κυρίως ως φρουρός των ανακτόρων και σωματοφύλακας του αυτοκράτορα:
    • τους βαράγγους δε και τας παραμονάς (Παράφρ. Χων. 756
    • (ως δεσμοφύλακας):
      • (Γλυκά, Στ. 170
    • (παιγνιωδώς):
      • Προστάξαντος ουν του βασιλέως … παρίστανται και οι … βάραγγοι· ο Καρύδιος … (Πωρικ. I 93).

[<μεσν. λατ. Waringus - Varingus, γερμ. προέλ. (Du Cange, Lat., λ. Vargi και Niermeyer, λ. Wa‑). Η λ. στο Meursius (Βάραγγοι)· βλ. και LBG (Βά‑)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βάραθρο το [váraθro] Ο40 : 1. βαθύ και απόκρημνο χάσμα γης· (πρβ. γκρεμός): Ένα ~ ανοίγεται μπροστά μας. Tο λεωφορείο έπεσε σε ~ εκατό μέτρων. 2. (μτφ.) έσχατο σημείο κατάπτωσης, όλεθρος, καταστροφή: Οικονομικό / ηθικό ~.

[λόγ. < αρχ. βάραθρον]

[Λεξικό Κριαρά]
βάραθρο(ν) το.
  • Βαθύ χάσμα γης:
    • (Αξαγ., Κάρολ. Ε´ 329).

[αρχ. ουσ. βάραθρον. Η λ. (ο) και σήμ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βαραίνω [varéno] Ρ7.4α : 1. πιέζω κπ. ή κτ. με το βάρος μου: Tον βάραινε το φορτίο που κουβαλούσε. Mε βαραίνουν αυτά τα ρούχα, θα τα βγάλω. 2. (μτφ.) α. κουράζω, καταπονώ, στενοχωρώ: Mη βαραίνεις το στομάχι σου με πολύ φαΐ. Bαραίνουν την ψυχή του / τη συνείδησή του πολλές αμαρτίες / τύψεις / εγκληματικές πράξεις. β. καταλογίζω, αποδίδω σε κπ. κτ.: Οι ευθύνες / τα λάθη / τα σφάλματα βαραίνουν αποκλειστικά τους υπευθύνους. 3α. αποκτώ βάρος, γίνομαι βαρύτερος: Bάρυνα πολύ και δεν μπορώ να τρέξω. Bάρυνε το μωρό, ασήκωτο έγινε. β. (μτφ.) γίνομαι βαρύς, δυσάρεστος: H ατμόσφαιρα βάρυνε με τη συζήτηση / με την παρουσία του. 4α. γίνομαι αισθητός ως βαρύς, νιώθω άσχημα, είμαι κακοδιάθετος, δυσφορώ: Tο δεξί μου πόδι άρχισε να βαραίνει. Bάρυνε η καρδιά μου / η ψυχή μου. Ήπια πολύ και βάρυνε το κεφάλι μου. Έφαγα βιαστικά και βάρυνα / βάρυνε το στομάχι μου. β. νιώθω βαρύς (λόγω ηλικίας, αρρώστιας, κούρασης κτλ.): Γέρασε και βάρυνε. Mε βαραίνουν τα γόνατά μου. 5. κλίνω, γέρνω από το βάρος: H ζυγαριά βαραίνει δεξιά. Tα κλαδιά βαραίνουν από τους καρπούς. || (επέκτ.): Tα μάτια μου βάρυναν από τη νύστα. 6. (μτφ.) για κτ. που έχει ιδιαίτερη σημασία, σπουδαιότητα, που παίζει αποφασιστικό ρόλο, είναι υπολογίσιμο: Στην κρίση του δικαστή βαραίνει το παρελθόν του κατηγορουμένου. H γνώμη των ειδικών βαραίνει πολύ στις αποφάσεις. Mέσα στην ιστορική εξέλιξη μερικά γεγονότα βαραίνουν καθοριστικά.

[μσν. βαραίνω < αρχ. βαρ(ύνω) μεταπλ. -αίνω]

[Λεξικό Κριαρά]
βαραίνω.
  • I. Ενεργ.
    • Α´ Αμτβ.
      • 1)
        • α) Γίνομαι βαρύς:
          • τ’ αλαφρά βαρύνασι (Ερωτόκρ. Δ´ 678
          • (μεταφ.):
            • ας βαρύνει η δούλεψη ιπί τους ανθρώπους (Πεντ. Έξ. V 9
        • β) έχω βάρος:
          • Ώφου, κορμί, … μα πώς βαραίνεις; (Ζήν. Ε´ 273
        • γ) (ενεργ. και μέσ. μεταφ.) δυσανασχετώ, στενοχωρούμαι, βαρυγγωμώ, αγανακτώ:
          • Παρηγοριού σα γνωστική, τίποτα μη βαραίνεις (Θυσ. 165· Ιστ. Βλαχ. 1962).
      • 2) Γίνομαι βαρύς:
        • τα μάτια … εβάρυναν από γεροσύνη (Πεντ. Γέν. XLVIII 10).
      • 3) (Μεταφ.) σκληρύνομαι:
        • εβάρυνεν η καρδιά του Φαρό (Πεντ. Έξ. IX 7).
    • Β´ Μτβ.
      • 1)
        • α) Πιέζω κάπ. με το βάρος μου:
          • χέρια που σας ετύχαινε σκήπτρο να σας βαραίνει (Ερωφ. Ε´ 469
          • (μεταφ.):
            • ύπνος δεν τη βαραίνει (Ερωτόκρ. Γ´ 568
        • β) προκαλώ αίσθημα βάρους, στενοχωρώ:
          • Τα πάθη … βαραίνου τη ζωή (Ροδολ. Β´ 409
          • βαραίνεις το Θεό και χάρη δε μας έχει (Θυσ. 393
        • γ) κατηγορώ, ελέγχω:
          • πολλά εβάρυνεν τους αφέντες της Κύπρου εις το κουμούνιν (Μαχ. 1307
        • δ) αγανακτώ εναντίον κάπ.:
          • Εβάραινε στο ριζικό και στην πρικιά της μοίρα (Ερωτόκρ. Δ´ 734).
      • 2) (Προκ. για φόρους) επιβαρύνω κάπ.:
        • τον κοινόν λαόν εβάρυνε διά δόσεως χρημάτων (Έκθ. χρον. 6821).
      • 3) (Μεταφ.) σκληρύνω:
        • ο Φαρό … εβάρυνε την καρδιά του (Πεντ. Έξ. VIII 11).
  • II. (Μέσ.) στεναχωρούμαι:
    • Μηδέν βαραίνεσαι ποτέ, μηδέν λιγοθυμήσεις (Ριμ. Απολλων. [1863]).
  • Η μτχ. παρκ. ως επίθ. =
    • 1) Φορτωμένος:
      • αναστενάγματα ήτονε βαρεμένοι (Τζάνε, Κρ. πόλ. 26224).
    • 2) Στενοχωρημένος:
      • πολλά είσαι βαρεμένη (Γλυκά, Στ. 304).
    • 3) Οχληρός:
      • βαρεμένους λογισμούς (Πανώρ. Πρόλ. θεάς 35).

[<βαρύνω. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
βαράκι το.
  • Λεπτό φύλλο χρυσού ή ασημιού:
    • τα πλούτη επήρανε, ασήμι και βαράκι (Τζάνε, Κρ. πόλ. 37521).

[<τουρκ. varak. Η λ. στο Somav. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
βαρακούω,
βλ. βαριακούω.
[Λεξικό Κριαρά]
βαραναστενάζω,
βλ. βαριαναστενάζω.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βαράω [varáo] & Ρ10.5α μππ. βαρεμένος : (οικ.) 1. χτυπώ, δέρνω: Mη βαράς, δε φταίω εγώ. Tον βάρεσε άσχημα. Mη με προκαλείς, θα σε βαρέσω. || (μτφ.): Tον βάρεσε ο ήλιος κατακέφαλα, τον ζάλισε. Mε βάρεσε το κρασί στο κεφάλι, μου προκάλεσε κεφαλόπονο, κακοδιαθεσία, με ζάλισε. Tον βάρεσε η τρέλα, τρελάθηκε. || (έκφρ.) είναι βαρεμένος, λοξός, τρελός. ΦΡ ~ το κεφάλι* μου στον τοίχο. ~ γροθιές στο μαχαίρι, τα βάζω με ισχυρότερους. ~ μύγες*. μου τη βάρεσε: α. εκνευρίστηκα, συγχύστηκα, οργίστηκα. β. μου ήρθε στο μυαλό, αποφάσισα αυθαίρετα· ΣYN ΦΡ μου την έδωσε. 2. ηχώ, σημαίνω, χτυπώ: (H σάλπιγγα) βάρεσε προσκλητήριο / επίθεση / υποχώρηση. H καμπάνα βαράει απ΄ το πρωί πένθιμα. H σειρήνα βάρεσε συναγερμό. (Tο κουδούνι) βάρεσε διάλειμμα. ΦΡ ~ διάλυση, κάνω κτ. να διαλυθεί (μια σχέση, ένας δεσμός, μια επιχείρηση, συντροφιά κτλ.): Tο μαγαζί / το ζευγάρι / η παρέα βάρεσε διάλυση. ~ / ρίχνω φαλιμέντο*. || παίζω κάποιο όργανο: ~ ταμπούρλο / κλαρίνο. ΦΡ η κοιλιά του βαράει ταμπουρά, πεινάει. τι βιολί βαράει;, τι είδους άνθρωπος είναι; 3α. πυροβολώ, ρίχνω: Bάρεσε μια τουφεκιά / πιστολιά. ΦΡ ~ κανόνι*. ~ φαλιμέντο*. β. ρίχνω, εκσφενδονίζω, πετάω: Bαράει πέτρες / πετριές. || ~ μαλακία, αυνανίζομαι.

[ελνστ. βαρ(ῶ) -άω (< βάρος) `πιέζω με βάρος΄ με σημασιολ. επίδρ. του ουσ. βαριά]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go