Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- βαπτιστική η.
-
- Βαφτιστικιά:
- ο υιός του να μηδέν λάβει διά γυναίκαν την κόρην της βαπτιστικής του (Ασσίζ. 3791).
[θηλ. του επιθ. βαπτιστικός ως ουσ. Τ. βαφτιστικιά σήμ. Η λ. τον 4. αι.]
- Βαφτιστικιά:



