Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βαποριζατέρ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βαποριζατέρ το [vaporizatér] Ο (άκλ.) : μικρή συσκευή ψεκασμού, κυρίως για αρώματα. || ο αντίστοιχος μηχανισμός ψεκασμού.

[λόγ. < γαλλ. vapo risateur]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go