Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βαμπίρ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βαμπίρ το [vampír] Ο (άκλ.) : 1. είδος μεγάλης νυχτερίδας που τρέφεται με αίμα θηλαστικών. 2. βρικόλακας: ~ και φαντάσματα.

[λόγ. < γαλλ. vampire]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go