Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βαμπάκι
3 items total [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βαμπάκι το [vambáki] Ο44 : (λαϊκότρ.) βαμβάκι.

[μσν. βαμπάκι(ον) υποκορ. του βάμβαξ (προφ. [mb] ) (δες στο βάμβακας)]

[Λεξικό Κριαρά]
βαμπάκι(ον) το,
βλ. βαμβάκιον.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βαμπακιά η [vambaká] Ο24 : (λαϊκότρ.) βαμβακιά.

[βαμπάκ(ι) -ιά]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go