Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- βαμβακερός, επίθ.· βαμπακερός· μπαμπακερός· παμπακερός.
-
- Που είναι φτιαγμένος από βαμβάκι:
- κλωστή μπαμπακερή (Ερωφ. Β´ 446)·
- νήματα παμπακερά (Μαχ. 25433).
- Το ουδ. στον πληθ. ως ουσ. = βαμβακερά υφάσματα:
- (Ασσίζ. 2441).
[<ουσ. βαμβάκιον + κατάλ. ‑ερός. Η λ. το 10. αι. (LBG) και σήμ.]
- Που είναι φτιαγμένος από βαμβάκι:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βαμβακερός -ή -ό [vamvakerós] & μπαμπακερός -ή -ό [babakerós] Ε1 : που είναι κατασκευασμένος από βαμβάκι: Bαμβακερό ύφασμα. Bαμβακερές κάλτσες / μπλούζες / κλωστές. || (ως ουσ.) τα βαμβακερά, είδη κατασκευασμένα από βαμβακερό ύφασμα: Tα βαμβακερά θέλουν προσοχή στο πλύσιμο.
[μπαμπ-: μσν. βαμπακερός με ολική αφομ. προς το [mb] < βαμπάκ(ι) -ερός· βαμβ-: λόγ. επίδρ.]



