Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βαμβάκι
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βαμβάκι το [vamváki] & μπαμπάκι το [babáki] Ο44 : 1. λευκή ινώδης ύλη που παράγεται από το ομώνυμο φυτό και χρησιμοποιείται, κατάλληλα επεξεργασμένη, στην κλωστοϋφαντουργία, στη φαρμακευτική και για οικιακή χρήση: Aκρίβυναν τα βαμβακερά μετά την αύξηση της τιμής του βαμβακιού. Πάρε ένα πακέτο ~. Kαθάρισα την πληγή με λίγο ~ και νερό. ΦΡ σφάζει με το ~, για κπ. που λέει σκληρά λόγια ή ασκεί αυστηρή κριτική με ήπιο και μαλακό τρόπο. 2. το φυτό από το οποίο παράγεται το βαμβάκι· βαμβακιά: Xωράφια φυτεμένα με ~. Tα μπαμπάκια πήγαν καλά φέτος. βαμβακάκι το YΠΟKΟΡ.

[βαμβ-: λόγ. επίδρ. στα βαμπάκι, μπαμπάκι (πρβ. μσν. βαμβάκι(ο)ν)· μπαμπ-: < βαμπάκι με ολική αφομ. προς το [mb] ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βαμβακιά η [vamvaká] & μπαμπακιά η [babaká] Ο24 : το φυτό που παράγει το βαμβάκι· βαμβάκι2.

[μπαμπ-: μπαμπάκ(ι) -ιά· βαμβ-: λόγ. επίδρ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βαμβακίαση η [vamvakíasi] Ο33 : ασθένεια διάφορων φυτών και δέντρων· (για αμπέλι) ο περονόσπορος.

[λόγ. βαμβάκ(ιον) + -ία(σις) -ση απόδ. του λαϊκού μπαμπακάδα (ίδ. σημ.) < μπαμπάκ(ι) -άδα]

[Λεξικό Κριαρά]
βαμβάκιον το· βαβάκιον· βαμβάκι· βαμβάκιν· βαμπάκι· βαμπάκιον· εβαμπάκι· παμβάκι· παμπάκιν.
  • Βαμβάκι:
    • σησάμι και βαμβάκι δεν εγίνην (Συναδ. φ. 77r
    • βαμπάκιον καθαρόν (Ιερακοσ. 50128).

[<ουσ. βάμβαξ + κατάλ. ιον. Ο τ. ιν το 10. αι. (LBG, λ. ιον). Οι τ. ι και βαμπάκι και σήμ. Η λ. στη Σούδα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες