Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βαλτώδης -ης -ες
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
βαλτώδης, επίθ.
  • Ελώδης:
    • έφυγον εν … βαλτώδεσι τόποις (Έκθ. χρον. 7423).

[<ουσ. βάλτος + κατάλ. ώδης. Η λ. το 10. αι., στο Meursius και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βαλτώδης -ης -ες [valtóδis] Ε11 : που έχει βάλτους, έλη: Bαλτώδεις περιοχές.

[λόγ. < μσν. βαλτώδης < βάλτ(ος) -ώδης]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go