Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βαλσάμωση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βαλσάμωση η [valsámosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του βαλσαμώνω· βαλσάμωμα· (πρβ. ταρίχευση).

[λόγ. βαλσαμω- (δες βαλσαμώνω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες