Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βαλαντώνω
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βαλαντώνω [valandóno] -ομαι Ρ1 : (προφ., λαϊκότρ.) 1. κουράζομαι, καταβάλλομαι, εξαντλούμαι σωματικά (κυρ. από κόπο ή ζέστη): Bαλάντωσα απ΄ τη δουλειά / το δρόμο / το λιοπύρι. || Tη βρήκα βαλαντωμένη απ΄ το κλάμα, καταβεβλημένη από το πολύ κλάμα. 2. στενοχωριέμαι υπερβολικά, θλίβομαι, καταβάλλομαι ψυχικά: Bαλάντωσε απ΄ τους καημούς / τα μεράκια. Mη με βαλαντώνεις, στενοχωρείς. || γίνομαι εκτός εαυτού, μαραζώνω (από έρωτα): Tον βαλάντωσε η αγάπη. Bαλαντωμένη απ΄ τον έρωτα και τον πόθο. || βρίσκομαι σε κατάσταση ψυχικής έντασης: Άκουγε βαλαντωμένος ένα ανατολίτικο τραγούδι, μερακλωμένος.

[μσν. βαλαντώνω < ίσως βαλάντι(ον) (`πουγκί΄ δες λ.) -ώνω, επειδή το πουγκί το σφίγγουν με κορδόνι σαν να του φτιάχνουν λαιμό]

[Λεξικό Κριαρά]
βαλαντώνω.
  • Στενοχωρούμαι, θλίβομαι:
    • πλήσκει και βαλαντώνει (Περί γέρ. 69).

[πιθ. <ουσ. βαλάντιον + κατάλ. ώνω. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go