Combined Search
3 items total [1 - 3] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βαλανίδι το [valaníδi] & βελανίδι το [velaníδi] Ο44 : ο καρπός της βαλανιδιάς.
[ελνστ. *βαλανίδι(ον) υποκορ. του αρχ. βάλανος (διαφ. το ελνστ. βαλανίδιον `μικρό λουτρό΄)· μσν. *βελανίδι(ον) (πρβ. μσν. βελάνι) < *βαλανίδιον [a > e] (;)]
[Λεξικό Κριαρά]
- βαλανίδι το.
-
- Βελανίδι:
- (Μπερτολδίνος 113).
[ουσ. βαλανίδιον (4. αι.) <ουσ. βάλανος + κατάλ. ‑ίδιον. Τ. ‑ιν στο LBG (λ. ‑ιον). Τ. βε‑ (Meursius, ‑η) και η λ. (Somav.) και σήμ.]
- Βελανίδι:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βαλανιδιά η [valaniδjá] & βελανιδιά η [velaniδjá] Ο24 : δέντρο συνήθ. μεγάλο που φυτρώνει κυρίως στο βόρειο ημισφαίριο και που το σκληρό του ξύλο χρησιμοποιείται στην επιπλοποιία, στη ναυπηγική και γενικότερα σε ξυλοκατασκευές· (πρβ. δρυς).
[βαλανίδ(ι), βελανίδ(ι) -ιά]