Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βαλής
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βαλής ο [valís] Ο8 : διοικητής τουρκικής επαρχίας στην Οθωμανική Aυτοκρατορία, αντίστοιχος του νομάρχη.

[τουρκ. vāli < αραβ. walīy]

[Λεξικό Κριαρά]
βαλής ο,
βλ. εμπαλής.
< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go