Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βαλάντιο
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βαλάντιο το [valándio] Ο41 : η οικονομική κατάσταση στην οποία βρίσκεται κάποιος, οι οικονομικές δυνατότητές του· τσέπη2, πορτοφόλι: Tο κατάστημα έχει τιμές για όλα τα βαλάντια. Παχύ / ισχνό ~, για πλούσιο / για φτωχό άνθρωπο.

[λόγ. < αρχ. βαλάντιον `πουγκί΄]

[Λεξικό Κριαρά]
βαλάντιον το.
  • Χρηματικό ποσό, χρήματα:
    • άνευ βαλαντίου και πήρας … θέουσιν (Δούκ. 1773).

[αρχ. ουσ. βαλάντιον. Η λ. και σήμ. (ο)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go