Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βακούφι
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βακούφι το [vakúfi] Ο44 & βακούφιο το [vakúfio] Ο41 : 1. (ιστ.) κτήμα αφιερωμένο σε ιερό ίδρυμα, εκκλησία ή μοναστήρι. 2. (λαϊκότρ.) α. η ακίνητη περιουσία μοναστηρίου ή εκκλησίας. β. (επέκτ.) μοναστήρι ή εκκλησία.

[τουρκ. vakιf < αραβ. waqf· λόγ. επίδρ. στο βακούφι]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βακούφικος -η -ο [vakúfikos] Ε5 & βακουφικός -ή -ό [vakufikós] Ε1 : που ανήκει σε βακούφι: Bακούφικα κτήματα / χωράφια.

[βακούφ(ι) -ικος· λόγ. βακούφ(ιον) -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go