Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- βαθύσκιος, επίθ.
-
- Που έχει πυκνή σκιά, σκοτεινός:
- χιονοφεγγόφωτον και βαθύσκιον Γούβαν (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 14231).
[αρχ. επίθ. βαθύσκιος. Η λ. και σήμ.]
- Που έχει πυκνή σκιά, σκοτεινός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βαθύσκιος -α -ο [vaθískos] Ε4 : βαθύσκιωτος.
[βαθυ- + ίσκι(ος) -ος και απλοπ. των δύο όμ. φων.]



