Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βαθύπεδο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βαθύπεδο το [vaθípeδo] Ο41 : 1. πεδιάδα που βρίσκεται πιο χαμηλά από την επιφάνεια της θάλασσας. ANT υψίπεδο: Tα βαθύπεδα της Ολλανδίας. 2. βαθιά πεδιάδα ανάμεσα σε βουνά.

[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. < αρχ. επίθ. βαθύπεδος `με βαθιά πεδιάδα΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες