Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βαθυσκάφος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βαθυσκάφος το [vaθiskáfos] Ο46 : σκάφος ικανό να καταδύεται σε μεγάλα βάθη: Θάλαμος βαθυσκάφους. Εξερεύνηση του βυθού με ~.

[λόγ. < γαλλ. bathyscaphe < bathy- = βαθυ- + αρχ. σκάφος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go