Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βαθουλώνω [vaθulóno] -ομαι Ρ1 : 1. κάνω κτ. βαθουλό, κοιλαίνω. 2. γίνομαι βαθουλός, κοιλαίνομαι: Bαθούλωσαν τα μάτια του από την αδυναμία. Bαθουλωμένα μάγουλα.
[βαθουλ(ός) -ώνω]



