Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βαθμολόγιο το [vaθmolójio] Ο40 : 1. βιβλίο, πίνακας ή κατάλογος βαθμολογίας. 2. κλίμακα βαθμών μιας ιεραρχίας: ~ δημόσιων υπαλλήλων. Aποδέσμευση του μισθολογίου από το ~.
[λόγ. βαθμο(λογώ) -λόγιον]