Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βαζελίνη
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βαζελίνη η [vazelíni] Ο30 : λιπαρή ουσία, υποπροϊόν του πετρελαίου, που χρησιμοποιείται: α. στη φαρμακευτική ως αλοιφή. β. ως λιπαντικό.

[λόγ. < γαλλ. vasel(ine) & ιταλ. vasel(ina) -ίνη]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go