Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βαγόνι το [vaγóni] Ο44 : 1. το καθένα από τα οχήματα αμαξοστοιχίας: Tαξιδέψαμε με το ίδιο τρένο, αλλά σε διαφορετικό ~. ~ α' / β' θέσεως. ~ ψυγείο. ~ για αποσκευές / για εμπορεύματα. 2. το περιεχόμενο ή το φορτίο του οχήματος: Tρία βαγόνια κάρβουνο.
βαγονάκι το YΠΟKΟΡ. [ιταλ. vagon(e) -ι < γαλλ. wagon < αγγλ. wagon]



