Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- βαβυλώνιος, επίθ.
-
- Που ανήκει στη Βαβυλώνα:
- βαβυλώνια τείχη (Δούκ. 30912).
- Ως εθν. = ο κάτοικος της Βαβυλώνας:
- (αυτ. 32920‑1).
[αρχ. επίθ. βαβυλώνιος. Η λ. και σήμ.]
- Που ανήκει στη Βαβυλώνα:



