Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βίτσιο
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βίτσιο το [vítsxo] Ο39 : συνήθεια, επιθυμία που χαρακτηρίζεται από παραξενιά, ιδιορρυθμία, υπερβολή (συχνά μέχρι διαστροφής): H χαρτοπαιξία είναι το ~ του. Ξόδευε πολλά για να ικανοποιεί τα παράξενα βίτσια του. Ερωτικά βίτσια.

[μσν. βίτσιον < ιταλ. vizio]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βιτσιόζικος -η -ο [vitsxózikos] Ε5 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο βίτσιο ή στο βιτσιόζο.

[βιτσιόζ(ος) -ικος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βιτσιόζος ο [vitsxózos] Ο18 θηλ. βιτσιόζα [vitsxóza] Ο25α : αυτός που έχει βίτσια.

[ιταλ. vizioso -ς· βιτσιόζ(ος) -α]

[Λεξικό Κριαρά]
βίτσιον το.
  • Ελάττωμα:
    • βίτσια … ανθρώπινα (Άνθ. χαρ. 2875).

[<ιταλ. vizio. Λ. βίτιον <λατ. vitium στα Βασιλικά (LBG, στη λ.). Η λ. το 13. αι. (αυτ.), στο Du Cange (τζ‑) και σήμ. (ο)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες