Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βίτσα
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βίτσα η [vítsa] Ο25 : λεπτή και ευλύγιστη βέργα: Πήρε μια ~ και άρχισε να τον χτυπάει.

[μσν. βίτσα < σλαβ. vitsa]

[Λεξικό Κριαρά]
βίτσα η.
  • 1) Βέργα:
    • δέρνουν σε με την βίτσαν (Διήγ. παιδ. 785
    • σκουτάριν έχον βίτσαν σφυρισμένην (Λέοντ., Αίν. I 23).
  • 2) Μαστίγιο:
    • βίτσαν εις το χέριν της εβάσταν από φίδι (Θησ. Θ´ [58]).

[<λατ. vitea, θηλ. του επίθ. viteus· πβ. ρουμ. viţă, σλαβ. vica. Τ. βέτσα τον 7. αι. (Mihăescu 1977: 75, LBG, λ. βίτζα). Η λ. πιθ. τον 7. αι. (Mihăescu αυτ., πβ. και LBG, αυτ.) και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
Βίτσαρος ο,
βλ. Σβίτσαρος.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες