Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- βίσεξτος, επίθ.· βίσεχθος· ουδ. βίσεκτον.
-
- Δίσεκτος·
- (μεταφ. προκ. για χρόνο, καιρό, κλπ.) που κατ’ αυτόν συμβαίνουν δυστυχίες:
- Του γαρ βισέχθου του καιρού και του βισέχθου χρόνου να ακουστεί το όνομα (Θρ. Κων/π. (Mich.) 79 δις).
- (μεταφ. προκ. για χρόνο, καιρό, κλπ.) που κατ’ αυτόν συμβαίνουν δυστυχίες:
- Το ουδ. ως ουσ. = δίσεκτο έτος:
- (Βακτ. αρχιερ. 140).
[<λατ. (annus) bisextus. Η λ. τον 6. αι. (Lampe) και στο Meursius]
- Δίσεκτος·