Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βίζιτα
4 items total [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βίζιτα η [vízita] Ο27 : 1. (παρωχ.) φιλική επίσκεψη. ΦΡ αρμένικη* ~. 2. (παρωχ.) ιατρική επίσκεψη και αντίστοιχη αμοιβή γιατρού. 3. (λαϊκότρ.) επισκέπτης. 4. (λαϊκ., για πόρνη): Kάνω βίζιτες, εκδίδομαι. (έκφρ.) βγάζω / βγαίνω στη ~, εκδίδω / εκδίδομαι. || επίσκεψη σε πορνείο και αμοιβή πόρνης. || (επέκτ.) πόρνη.

[ιταλ. visita]

[Λεξικό Κριαρά]
βίζιτα η.
  • 1) Επίσκεψη (γιατρού):
    • τσι βίζιτες ερνήθηκα και όλες τσι κούρες (Φορτουν. Α´ 75).
  • 2) Επιθεώρηση διοικητικού οργάνου:
    • τον ερίζανε εις τον αφέντη τον γενεράλε εις τη Χώρα και εις τη βίζιτα (Κατά ζουράρη 141).

[<ιταλ. visita. Η λ. στο Somav. II (λ. visita) και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
βιζιτάρισμα το.
  • Το να κάνεις ή να δέχεσαι επισκέψεις:
    • (Μπερτολδίνος 117).

[<αόρ. του βιζιτάρω + κατάλ. μα]

[Λεξικό Κριαρά]
βιζιτάρω.
  • Επισκέπτομαι·
    • (εδώ) ως γιατρός επισκέπτομαι άρρωστο, τον εξετάζω:
      • κράζει με να τηνε βιζιτάρω (Φορτουν. Α´ 159).

[<ιταλ. visitare. Η λ. στο Somav.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go