Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βίγλα
6 items total [1 - 6]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βίγλα η [víγla] Ο25 : (παρωχ., λογοτ.) σκοπιά, παρατηρητήριο σε ψηλή θέ ση. || (επέκτ.) σκοπός, φρουρός.

[μσν. βίγλα < υστλατ. ρ. *viglare < λατ. vigilare `κάνω σκοπός΄, vigilia `φρουρά΄]

[Λεξικό Κριαρά]
βίγλα η.
  • 1) Σκοπιά:
    • είπες μου ότι στην βίγλαν ήσουν (Ερωτοπ. 28
    • βίγλα διαφυλάγει (Σταυριν. 318).
  • 2)
    • α) Φρουρά:
      • αποκοιμήθη η βίγλα των Φραγκών (Κώδ. Χρονογρ. 693
    • β) (στον πληθ.) φρουροί:
      • οι βίγλες τους εγροικήσασιν (Αχιλλ. L 324).
  • 3) Φρ.
    • α) κά(μ)νω βίγλα, ποιώ βίγλα ή (καλές) βίγλες, πολομώ βίγλα ή (καλές) βίγλες, κρατώ βίγλας = φρουρώ:
      • (Σουμμ., Ρεμπελ. 163), (Μαχ. 749), (Βουστρ. 21610), (Δούκ. 2773
    • β) αναβαίνωανεβαίνω) εις την βίγλαν ή εν τῃ βίγλῃ, καταβαίνωκατεβαίνω) εις (την) βίγλαν ή κατέρχομαι εις βίγλαν = πηγαίνω στη σκοπιά:
      • (Διγ. Άνδρ. 38637), (Διγ. Esc. 660
    • γ) βάνω τας βίγλας, ορδινιάζω, ορθώνω, στήνω (τες) βίγλες = εγκαθιστώ φρούρηση, φρουρά:
      • (Ασσίζ. 22210), (Μαχ. 11623), (Διήγ. Αλ. V 76), (Διγ. Esc. 1029).

[<λατ. vigilia ή vigiliae. Η λ. τον 7. αι. (LBG) και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βιγλάτορας ο [viγlátoras] Ο5 : (παρωχ., λογοτ.) σκοπός, φρουρός, ειδικά αυτός που βρίσκεται σε παρατηρητήριο σε ψηλή θέση.

[μσν. βιγλάτορας < βιγλάτωρ, αιτ. -ορα < υστλατ. *viglator < λατ. vigilare, δες στο βίγλα)]

[Λεξικό Κριαρά]
βιγλάτορας ο.
  • Φρουρός, φύλακας:
    • τον είδαν … οι βιγλατόροι (Αλεξ. 1113).

[παλαιότ. ουσ. βιγλάτωρ (7.-8. αι., LBG, Meursius) <λατ. vigilator. Η λ. στο Βλάχ. (τω‑) και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
βιγλάτορης ο.
  • Φρουρός, φύλακας:
    • ο βιγλάτορης, που εφύλαξεν την φούρκα (Συναξ. γυν. 386).

[<ουσ. βιγλάτορας]

[Λεξικό Κριαρά]
βιγλάτορος ο.
  • Φρουρός, φύλακας:
    • με αφήκες βιγλάτορον του σπιτιού σου (Μαχ. 22027).

[<ουσ. βιγλάτορας]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go