Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βήξιμο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βήξιμο το [víksimo] Ο50 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του βήχω: Ένα δυνατό ~ πρόδωσε την παρουσία του.

[βηξ- (βήχω) -ιμο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες