Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βέρος -α -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βέρος -α -ο [véros] Ε4 : (προφ.) για πρόσωπο γνήσιας, αμιγούς καταγωγής: ~ αριστοκράτης / πρωτευουσιάνος. Είναι βέρα Πατρινή. || ~ δημοτικιστής, ο πούρος.

[ιταλ. vero ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες