Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βένθος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βένθος το [vénθos] Ο46α : το σύνολο των φυτικών και ζωικών οργανισμών που ζουν στον πυθμένα των θαλασσών και των λιμνών· (πρβ. πλαγκτόν).

[λόγ. < αγγλ. benthos < αρχ. βένθος `βάθος΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go