Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- βένα η· βίνα.
-
- 1) Φλέβα:
- (Ιατροσόφ. 782).
- 2) (Μεταφ.) ιδιοφυία, ταλέντο:
- ’ς τούτη τη ματέρια βένα καλή δεν έχω; (Κατζ. Δ´ 358).
[<λατ. vena. Ο τ. τον 9.-11. αι. (LBG). Η λ. και ο τ. και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ, στη λ.)]
- 1) Φλέβα:



