Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βέλο
25 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βέλο το [vélo] Ο39 : διαφανές κάλυμμα του γυναικείου προσώπου, στερεωμένο στο καπέλο: H νύφη φορούσε ένα άσπρο καπέλο με ~.

[ιταλ. velo]

[Λεξικό Κριαρά]
βέλο το.
  • Λεπτό γυναικείο κάλυμμα του κεφαλιού, πέπλο:
    • (Βαρούχ. 6337).

[<ιταλ. velo. Η λ. στο Du Cange (ον) και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
βελοθήκη η.
  • Θήκη για βέλη:
    • (Λεξ. IV 659).

[μτγν. ουσ. βελοθήκη]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βελόνα η [velóna] Ο25 : 1. λεπτό και επίμηκες αντικείμενο, μυτερό στο μπροστινό άκρο και με τρύπα στο πίσω μέρος, που χρησιμοποιείται στο ράψιμο: Περνάω την κλωστή στην τρύπα της βελόνας. Πήρε ~ και κλωστή κι άρχισε να ράβει τα κουμπιά. || ράψιμο, ραπτική: Έφαγε τα νιάτα της στη ~. || ~ ραπτομηχανής, με την τρύπα κοντά στη μύτη. || Bελόνες πλεξίματος, μακρύτερες και πιο χοντρές, χωρίς τρύπα (συνήθ. μεταλλικές ή πλαστικές): Λεπτές / χοντρές βελόνες. Bελόνες νούμερο πέντε. || (στη χειρουργική) βελόνες ραφής, συνήθ. κυρτές, που χρησιμοποιούνται για το ράψιμο τραυμάτων. ΠAΡ Στραβός ~ γύρευε* μέσα σε αχυρώνα. 2. καθετί που μοιάζει με βελόνα. α. εξάρτημα σε μηχανές, συσκευές, εργαλεία: ~ του πικάπ / του κομπρεσέρ / του εργαλείου. ΦΡ κόλλησε η ~, κυρίως για λόγια που επαναλαμβανόμενα συχνά καταντούν βαρετά και ενοχλητικά. || λεπτός, μυτερός σωλήνας που προσαρμόζεται σε σύριγγα για ενέσεις. β. δείκτης σε πίνακες (κυρ. μετρητικών οργάνων): ~ του ρολογιού / του μανομέτρου / του καντράν. Όταν ο κινητήρας δε λειτουργεί, η ~ δείχνει μηδέν. || Mαγνητική ~, στην πυξίδα δείχνει το βορρά. γ. ~ πεύκου, πευκοβελόνα, το φύλλο του πεύκου. δ. Σιδηροδρομική ~, λεπτυσμένο τμήμα ράγας, όπου το τρένο αλλάζει γραμμή.

[αρχ. βελόν(η) μεταπλ. ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βελονάκι το [velonáki] Ο44α : ειδική βελόνα με αγκυλωτή μύτη για το πλέξιμο δαντέλας ή άλλων πλεχτών· κροσέ, τσιγκελάκι: Δαντέλες πλεγμένες με ~. Kουβέρτα / κουρτίνα πλεγμένη με το ~.

[βελόν(α) -άκι]

[Λεξικό Κριαρά]
βελόνη η.
  • 1) Βελόνα:
    • (Ορνεοσ. αγρ. 56015).
  • 2) Μαγνητική βελόνα:
    • (Πουλολ. 541 κριτ. υπ).

[αρχ. ουσ. βελόνη. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βελόνι το [velóni] Ο44 : λεπτό και επίμηκες αντικείμενο, μυτερό στο μπροστινό άκρο και με τρύπα στο πίσω μέρος, που χρησιμοποιείται στο ράψιμο· βελόνα1: Πήρε ~ και κλωστή και άρχισε το ράψιμο. || ράψιμο, ραπτική: Συντηρεί ολόκληρη οικογένεια με το ~. ΦΡ έχασε η Bενετιά ~, για ασήμαντο γεγονός, για απώλεια χωρίς καμιά συνέπεια.

[μσν. βελόνιν, υποκορ. του αρχ. βελόνη]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βελονιά η [veloná] Ο24 : 1. το τρύπημα υφάσματος με βελόνα, ως διαδικασία ραψίματος: Bάλε δύο τρεις βελονιές στον ποδόγυρο, για να μην κρέμεται. 2. το τρύπημα με βελόνα: Aκόμα φαίνονται οι βελονιές απ΄ τις ενέσεις που έκανα. 3. η απόσταση ανάμεσα σε δύο διαδοχικά τρυπήματα βελόνας στο ύφασμα και το αντίστοιχο τμήμα της κλωστής: Aραιά / πυκνή / ψιλή ~. 4. είδος ραφής που χαρακτηρίζεται από τον τρόπο που περνάει η βελόνα από το ύφασμα: Ίσια / λοξή / κρυφή / σταυρωτή ~. 5. (μτφ.) πόνος οξύς που μοιάζει με τσίμπημα βελόνας: Ένιωσα βελονιές σ΄ όλο μου το σώμα.

[βελόν(α) -ιά]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βελονιάζω [velonázo] -ομαι Ρ2.1 : 1. (προφ.) ράβω αραιά και πρόχειρα· τρυπώνω. 2. περνώ την κλωστή από την τρύπα της βελόνας: Δε βλέπει να βελονιάσει την κλωστή. 3. περνώ κτ. σε νήμα με μια βελόνα· αρμαθιάζω: ~ τα φύλλα του καπνού.

[βελόν(α) -ιάζω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βελόνιασμα το [velónazma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του βελονιάζω.

[βελονιασ- (βελονιάζω) -μα]

< Προηγούμενο   [1] 2 3   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες