Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- βέβαιον, επίρρ.
-
- α) Σίγουρα, ασφαλώς:
- πληροφορήθητι, βέβαιον αποθνήσκω (Διγ. Gr. 3491)·
- β) αλήθεια, πραγματικά:
- Βέβαιον τώρα, Βέλθανδρε, το αδελφικό σου σπλάγχνος ηρνήσω (Βέλθ. 136).
[ουδ. του επιθ. βέβαιος ως επίρρ.]
- α) Σίγουρα, ασφαλώς:



