Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βάψιμο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βάψιμο το [vápsimo] Ο50 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του βάφω. I1. ο χρωματισμός αντικειμένων είτε με τη βύθισή τους σε χρωστικό διάλυμα είτε με την κάλυψη της επιφάνειάς τους με χρωστικές ύλες· βαφή: ~ μαλλιών / αυγών / υφασμάτων. ~ τοίχων / επίπλων. Στο σπίτι έχουμε βαψίματα. || το αποτέλεσμα του χρωματισμού: Kαλό / κακό / ζωηρό ~. 2. ο χρωματισμός ορισμένων σημείων του σώματος, ιδίως το μακιγιάρισμα του προσώπου, κυρίως για καλλωπισμό ή μεταμφίεση: Tο έντονο ~ δεν της πάει καθόλου. II. διαδικασία σκλήρυνσης μετάλλων· βαφή.

[βαψ- (βάφω) -ιμο]

[Λεξικό Κριαρά]
βάψιμον το.
  • Βάψιμο:
    • Ου θέλουν εις το σπίτιν μου … βαψίματα, ραψίματα …; (Προδρ. II 36).

[μτγν. ουσ. βάψιμον (DGE· βλ. και LBG). Η λ. και σήμ. (ο)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες