Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- βάσταγμα το· βάσταμα· βάσταμαν.
-
- 1) Σχοινί, σπάγγος από όπου κρέμεται η καντήλα:
- (Χρησμ. VIII 5).
- 2) Αντίσταση:
- (Άνθ. χαρ. (κυπρ.) 86).
- 3) Στήριγμα, παρηγοριά:
- Εσύ, ακριβόν μας βάσταμα, θέλεις γενεί κυρά μου (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [1497]).
- 4) Προθεσμία:
- να της δώσουν … βάσταμαν … έναν χρόνον (Ασσίζ. 9521).
[αρχ. ουσ. βάσταγμα. Η λ. και ο τ. βάσταμα και σήμ.]
- 1) Σχοινί, σπάγγος από όπου κρέμεται η καντήλα:



