Παράλληλη αναζήτηση
| 15 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- βάρο το,
- βλ. βάρος (I).
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βαρο- [varo] & βαρό- [varó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· δηλώνει ότι το β' συνθετικό αναφέρεται: α. στην ατμοσφαιρική πίεση: ~θερμόμετρο, βαρόμετρο. β. στη χρήση βαρομέτρου: ~γράφημα. γ. στον πεπιεσμένο αέρα (σε αέρα υπό πίεση): ~θεραπεία.
[λόγ. < διεθ. baro- < αρχ. βάρο(ς) ως α' συνθ.: βαρό-μετρο < γαλλ. baromètre]
[Λεξικό Κριαρά]
- βαρο‑,
- βλ. βαριο‑, βαρυ‑.
[Λεξικό Κριαρά]
- βαρόκαρδος, επίθ.,
- βλ. βαρύκαρδος.
[Λεξικό Κριαρά]
- βαρομεθώ.
-
- Μεθώ βαριά·
- (εδώ μεταφ.):
- φοβούμαι με το γράψιμον μηδέν βαρομεθύσω (Κυπρ. ερωτ. 13214).
- (εδώ μεταφ.):
[<επίρρ. βαριά + μεθώ]
- Μεθώ βαριά·
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βαρομετρικός -ή -ό [varometrikós] Ε1 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται σε βαρόμετρο: Bαρομετρική στήλη / ένδειξη. ~ θάλαμος. 2. (μετεωρ.) που προσδιορίζεται, μετριέται από βαρόμετρο: Bαρομετρική πίεση, η ατμοσφαιρική. Bαρομετρικό υψηλό / μέγιστο / ελάχιστο. Bαρομετρικό χαμηλό, ο αντικυκλώνας.
[λόγ. < γαλλ. barométrique < baromètr(e) = βαρόμετρ(ον) -ique = -ικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βαρόμετρο το [varómetro] Ο42 : 1. όργανο με το οποίο μετριέται η ατμοσφαιρική πίεση: Yδραργυρικό / μεταλλικό ~. 2. (μτφ.) για μετρήσεις, εκτιμήσεις κάποιων μεγεθών: Tο πολιτικό ~ δείχνει αύξηση της δύναμης των σοσιαλιστών στην Ευρώπη.
[λόγ. < γαλλ. baromètre < baro- = βαρο- + -mètre = -μετρον]
[Λεξικό Κριαρά]
- βαρόμοιρος, επίθ.,
- βλ. βαριόμοιρος.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βαρονέτος ο [varonétos] Ο18 : τίτλος ευγενείας στην κεντρική και δυτική Ευρώπη (ανάμεσα στον ιππότη και στο βαρόνο).
[λόγ. < ιταλ. baronetto -ς < αγγλ. baronet (ορθογρ. δαν.)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βαρονία η [varonía] Ο25 : 1. φέουδο, κτήματα που ανήκουν σε βαρόνο. 2. το σύνολο των βαρόνων μιας χώρας και γενικότερα η αριστοκρατία.
[λόγ. < ιταλ. baron(ia) ή γαλλ. baronn(ie) -ία (ορθογρ. δαν.)]



