Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βάρδουλο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βάρδουλο το [várδulo] Ο41 : δερμάτινη λουρίδα γύρω από το πέλμα του υποδήματος, πάνω στην οποία προσαρμόζεται (με ράψιμο ή με κάρφωμα) η σόλα.

[βεν. *vardolo (σύγκρ. ιταλ. guardolo) με τροπή [o > u] από επίδρ. του [l] ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go