Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βάρβαρα
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
βάρβαρα, επίρρ.
  • Με τρόπο βάρβαρο:
    • Άπερ οι πλείστοι … βάρβαρα προφέρουν (Λεξ. I 199).

[<επίθ. βάρβαρος. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες