Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βάραθρο
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βάραθρο το [váraθro] Ο40 : 1. βαθύ και απόκρημνο χάσμα γης· (πρβ. γκρεμός): Ένα ~ ανοίγεται μπροστά μας. Tο λεωφορείο έπεσε σε ~ εκατό μέτρων. 2. (μτφ.) έσχατο σημείο κατάπτωσης, όλεθρος, καταστροφή: Οικονομικό / ηθικό ~.

[λόγ. < αρχ. βάραθρον]

[Λεξικό Κριαρά]
βάραθρο(ν) το.
  • Βαθύ χάσμα γης:
    • (Αξαγ., Κάρολ. Ε´ 329).

[αρχ. ουσ. βάραθρον. Η λ. (ο) και σήμ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go