Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βάμβακας
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βάμβακας ο [vámvakas] Ο5 γεν. και βάμβακος : (λόγ.) το βαμβάκι: Εκ κοκκιστήρια / παραγωγή βάμβακος.

[λόγ. < μσν. βάμβαξ, αιτ. -ακα < ελνστ. πάμβαξ (προφ. [pámbaks] ) με αφομ. ηχηρ. [p-mb > b-mb] < περσ. pänbäk]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go